θηριοτροφείο

θηριοτροφείο
το
μέρος όπου τρέφονται θηρία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θηριοτροφείο — το (Α θηριοτροφεῑον) [θηριοτρόφος] 1. ο χώρος (συνήθως κλουβιά) όπου κλείνονται και τρέφονται άγρια ζώα με σκοπό τη μελέτη τους από ειδικούς ή την παρουσίασή τους στο κοινό νεοελλ. 1. συλλογή ζώων που είναι κλεισμένα σε κλουβιά 2. μτφ. θορυβώδης… …   Dictionary of Greek

  • ζωγρείον — ζωγρεῑον και διαφ. γρ. ζώγριον, τὸ (Α) [ζωγρώ]·1. τόπος όπου φυλάσσονται άγρια ζώα, θηριοτροφείο 2. κλουβί 3. παγίδα 4. ιχθυοτροφείο 5. στον πληθ. τὰ ζωγρεῑα τα ζωάγρια* …   Dictionary of Greek

  • θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… …   Dictionary of Greek

  • θηριοτρόφος — ὁ (Α και ως επίθ. θηριοτρόφος, ον) το αρσ. ως ουσ. αυτός που διατηρεί θηριοτροφείο, που συντηρεί θηρία και τά εκγυμνάζει για θεαματικές επιδείξεις αρχ. ως επίθ. η χώρα ή ο τόπος όπου ζουν πολλά θηρία, θηριοβριθής, γεμάτος θηρία («[ἡ χώρα] εστίν… …   Dictionary of Greek

  • θηροφυλάκιον — θηροφυλάκιον, τὸ (Α) [θηροφύλαξ] το θηριοτροφείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”